- ἀπόδῳ
- ἄφοδοςgoing awayfem dat sg (ionic)ἄποδοςnot having the use of one's feetfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποδῶ — ἀποδέω bind fast pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποδέω bind fast pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀποδίδωμι give up aor subj act 1st sg (epic) ἀποδίδωμι give up aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδῷ — ἀποδίδωμι give up aor subj act 3rd sg (epic) ἀποδίδωμι give up aor subj mid 2nd sg ἀποδίδωμι give up aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδῶι — ἀποδῷ , ἀποδίδωμι give up aor subj act 3rd sg (epic) ἀποδῷ , ἀποδίδωμι give up aor subj mid 2nd sg ἀποδῷ , ἀποδίδωμι give up aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκεί — επίρρ. 1. τοπ. από εκεί («κι αποδώ κι αποκεί») 2. χρον. κ. απέκει μετά από αυτό, έπειτα, ύστερα … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
εδώθε — και δώθες και (ε)δώθενες (Μ ἐδῶθε) 1. αποδώ 2. εδώ 3. προς τα εδώ … Dictionary of Greek